- κορδακικος
- κορδακικόςκορδᾱκικός3свойственный пляске κόρδαξ
(ὅ τροχαῖος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὅ τροχαῖος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορδακικός — κορδακικός, ή, όν (Α) [κόρδαξ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα 2. (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό μέτρο) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῑον κορδακικώτερον», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κορδακικώτερον — κορδᾱκικώτερον , κορδακικός like the adverbial comp κορδᾱκικώτερον , κορδακικός like the masc acc comp sg κορδᾱκικώτερον , κορδακικός like the neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρδαξ — Αρχαίος φαλλικός οργιαστικός χορός, ο οποίος μνημονεύεται συχνά στις αττικές κωμωδίες. Φαίνεται πως αρχικά τον χόρευαν στην Πελοπόννησο προς τιμήν της Άρτεμης. * * * κόρδαξ, ὁ (Α) 1. είδος χορού τής αρχαίας κωμωδίας που χαρακτηρίστηκε από τους… … Dictionary of Greek
κορδακικώτερος — κορδᾱκικώτερος , κορδακικός like the masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)